- ναυκλήρου
- ναύκληροςshipowner and merchantmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προναύκληρος — ὁ, Α αυτός που εκτελεί καθήκοντα ναυκλήρου, ο αντικαταστάτης ναυκλήρου … Dictionary of Greek
μεταστρέφω — (ΑΜ μεταστρέφω, Μ και ματαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς άλλη διεύθυνση ή δίδω σε κάτι άλλη κατεύθυνση («τῷ κε Ποσειδάων... αἷψα μεταστρέψειε νόον», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά) αλλάζω, τροποποιώ, μεταβάλλω («τὸ δίκαιον οὐκ ἔστι μεταστρέψαι», Αριστοτ.) 3.… … Dictionary of Greek
ναυκληρία — η (Α ναυκληρία) [ναύκληρος] 1. το αξίωμα και το έργο τού ναυκλήρου 2. ιδιοκτησία πλοίου αρχ. 1. επιχείρηση 2. πλοίο 3 πλους, ταξίδι … Dictionary of Greek
προναυκληρώ — έω, Α [προναύκληρος] εκτελώ καθήκοντα ναυκλήρου, αντικαθιστώ τον ναύκλήρο … Dictionary of Greek
υποναύκληρος — ο, Ν (εμπ. ναυτ.) (στα επιβατηγά πλοία) βοηθός ναυκλήρου, προβλεπόμενος στη σύνθεση πληρώματος τών επιβατηγών πλοίων ολικής χωρητικότητας άνω των 1.250 κόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ναύκληρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό Πανδώρα] … Dictionary of Greek
Αμπλάς — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από τις Σπέτσες. 1. Ανδρέας. Υπηρέτησε στο ναυτικό ως πυροβολητής κοντά στους Λάζαρο Μουσά, Γ. Ανδρούτσο και ναύαρχο Κόχραν. 2. Αντώνιος. Υπηρέτησε στο πλοίο Αγαμέμνων της Μπουμπουλίνας με τον βαθμό του ναύκληρου.… … Dictionary of Greek
Αντριαδής, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821 από τα Ψαρά. Ήταν πυρπολητής και πήρε μέρος στον ναυτικό αγώνα κοντά στον Ψαριανό ναύαρχο Νικόλαο Αποστόλη, έχοντας τον βαθμό του ναύκληρου. Συμμετείχε στην εκστρατεία της Αλεξάνδρειας, υπηρετώντας στο πολεμικό του Κανάρη … Dictionary of Greek
Αντωνίου — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ανδρέας. Γεννήθηκε στα Βρίουλα (Βουρλάς) της Σμύρνης. Πολέμησε από την αρχή έως το τέλος του Αγώνα πρώτα στην Πελοπόννησο και, αργότερα, σε όλες τις μάχες που έδωσε η Ιωνική φάλαγγα, στην οποία έγινε αξιωματικός το… … Dictionary of Greek